κατακλυσμός

κατακλυσμός
κατακλυσμός, οῦ, ὁ (s. prec. entry; Pla.+; Marm. Par. [III B.C.]: 239 Fgm. A 4 Jac. [Deucalion]; Celsus 1, 19; 4, 11; PMagd 28, 18 [III B.C.]; BGU 1121, 27; LXX; En; Test12Patr; GkBar 4:10; SibOr 3, 109; Philo, Joseph.; Just., A II, 7, 2; Tat. 39, 2) flood, deluge, in our lit. only of the flood in Noah’s time (Gen 6–9; Jos., Ant. 1, 92f; 10, 147, C. Ap. 1, 130; Nicol. Dam.: 90 Fgm. 72 Jac. [in Jos., Ant. 1, 95]; Berosus: 680 Fgm. 6 Jac. [in Jos., Ant. 1, 158]; SibOr 4, 53; Iren., Hippol., Orig., Did.; Theoph. Ant. 2, 30 [p. 172, 4] πρό κ.; 3, 16 [p. 236, 18] ἀπὸ κ.) Mt 24:38f; Lk 17:27. κατακλυσμὸν ἐπάγειν bring a flood (Gen 6:17) τινί upon someth. 2 Pt 2:5.—DELG s.v. κλύζω. M-M. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατακλυσμός — flood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — ο 1. κατακάλυψη της επιφάνειας της γης από τα νερά: Διαβάζει για τον κατακλυσμό του Νώε. 2. ραγδαία βροχή με πλημμύρες: Είχε έναν τέτοιο κατακλυσμό που δεν μπορούσαμε να ξεμυτίσουμε από το σπίτι μας. 3. αφθονία: Το υπουργείο δέχτηκε κατακλυσμό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατακλυσμοῖο — κατακλυσμός flood masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμοῖς — κατακλυσμός flood masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμοί — κατακλυσμός flood masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμοῦ — κατακλυσμός flood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμούς — κατακλυσμός flood masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμῶν — κατακλυσμός flood masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμῷ — κατακλυσμός flood masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλυσμόν — κατακλυσμός flood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”